πασάρω

πασάρω
πασάρω και πασέρνω πάσαρα
1. διαβιβάζω κάτι σε άλλον.
2. δίνω σε κάποιον κάτι με δόλιο τρόπο, για να τον εξαπατήσω: Μου πάσαρε δυο κάλπικες λίρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πασάρω — πασάρω, πάσαρα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πασάρω — και πασαίρνω και πασέρνω 1. μεταβιβάζω, διαβιβάζω κάτι από χέρι σε χέρι 2. (κατ επέκτ.) κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να δώσω σε άλλον κάτι που μού προκαλεί βάρος ή ενόχληση («μού πάσαρε το σχισμένο χιλιάρικο») 3. (αθλ.) μεταβιβάζω την μπάλα σε… …   Dictionary of Greek

  • πάσα — η [πασάρω] 1. μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι 2. (αθλ.) μεταβίβαση τής μπάλας από παίκτη σε παίκτη 3. φρ. «κάνω πάσα» κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να μεταβιβάσω σε άλλον ευθύνη, βάρος ή ενόχληση …   Dictionary of Greek

  • πασάρισμα — το 1. μεταβίβαση ενός πράγματος από χέρι σε χέρι και γενικά από πρόσωπο σε πρόσωπο 2. (αθλ.) μεταβίβαση τής μπάλας από παίκτη σε παίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] …   Dictionary of Greek

  • πασαίρνω — βλ. πασάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”